γενίτσαρος

γενίτσαρος
και γιανίτσαρος και γιανίτσαρης και γενίτσαρης και γενίτσερος, ο (Μ γιανίτσαρος)
στρατιώτης τού ειδικού εκείνου σώματος τουρκικού πεζικού το οποίο αποτελούσαν εξισλαμισμένα παιδιά χριστιανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yeni-ceri «νέος στρατός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γενίτσαρος — γενίτσαρος, ο και γιανίτσαρος, ο (λ. τουρκ.) 1. εξισλαμισμένος χριστιανός στη διάρκεια της τουρκοκρατίας που προοριζόταν για τον τουρκικό στρατό. 2. μτφ., αυτός που γίνεται φανατικός διώκτης των παλιών ομοϊδεατών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Michalis Nikolinakos — Michalis Nikolakos Μιχάλης Νικολινάκος Born 1923 Alyka in the Laconia prefecture, Greece Died 1994 …   Wikipedia

  • γιανίτσαρος — ο βλ. γενίτσαρος …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • νοπετσής — ο γενίτσαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. nobetci] …   Dictionary of Greek

  • Αλή Γεντίμ — (τέλη 18ου αι. – Αρκάδι 1822).Γενίτσαρος από την Κρήτη, ονομαστός για τους φόνους και τις λεηλασίες του στην περιοχή του Ρεθύμνου. Αναφέρεται και με το όνομα Γετίμ …   Dictionary of Greek

  • Αλή Γλυμίδης — (τέλη 18ου αι. – 1822).Γενίτσαρος από το Ρέθυμνο Κρήτης. Θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του Αλή Γεντίμ συγκέντρωσε δύναμη από δύο χιλιάδες άντρες και βάδισε εναντίον των Δεληγιαννάκη, Μανουσέλη και Τσουδερού. Σκοτώθηκε στη μάχη μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • Αληδάκις, Ιμπραήμ — (; – 1774). Γενίτσαρος από τα Χανιά, διαβόητος για τα τσιφλίκια που απέκτησε αρπάζοντας τα χωράφια των χριστιανών και για τις ληστείες και τους φόνους εναντίον κατοίκων της περιοχής. Είναι γνωστός και με τα προσωνύμια Αγριαλής και Αγριολής. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • γενίτσαροι — Επίλεκτο σώμα του τουρκικού στρατού κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που η συγκρότησή του στηρίχτηκε στον θεσμό της βίαιης στρατολόγησης νέων χριστιανών. Άλλοτε πίστευαν ότι η δημιουργία του θεσμού αυτού οφείλεται στον σουλτάνο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”